- λουσάρισμα
- το, -ατος(λ. ιταλ.), ο καλλωπισμός.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
λουσάρισμα — το [λουσαρίζω] καλλωπισμός … Dictionary of Greek